- έσχατος
- краен
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ἔσχατος — farthest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek
έσχατος — η, ο 1. ο τελευταίος, ο πιο μακρινός: Έσχατο όριο. 2. ο κατώτερος, ο χειρότερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐσχατώτερον — ἔσχατος farthest adverbial comp ἔσχατος farthest masc acc comp sg ἔσχατος farthest neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατώτατον — ἔσχατος farthest masc acc superl sg ἔσχατος farthest neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχάτω — ἔσχατος farthest masc/neut nom/voc/acc dual ἔσχατος farthest masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχάτων — ἔσχατος farthest fem gen pl ἔσχατος farthest masc/neut gen pl ἐσχατάω to be at the edge imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐσχατάω to be at the edge imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχάτως — ἔσχατος farthest adverbial ἔσχατος farthest masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔσχατον — ἔσχατος farthest masc acc sg ἔσχατος farthest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατωτέρους — ἔσχατος farthest masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατέων — ἔσχατος farthest masc/fem gen pl (epic ionic) ἐσχατάω to be at the edge pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)